- κορδωτός
- -ή, -ό [κορδώνω]1. κορδωμένος, τεντωμένος2. καμαρωτός. Επιρ. κορδωτά1. με κορδωτό τρόπο, τεντωμένα2. αγέρωχα, περήφανα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορδωτός, -ή — ό κορδωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακόρδωτος — η, ο αυτός που δεν κορδώνεται, που δεν υπερηφανεύεται, ο μετριόφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κορδωτός < κορδώνω] … Dictionary of Greek
καμαρωτός — ή, ό επίρρ. ά περήφανος, κορδωτός: Λεβέντες καμαρωτοί έλαβαν μέρος στην παρέλαση. – Περπατά καμαρωτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)